ὀψιγενεῖς

ὀψιγενεῖς
ὀψιγενής
late-born
masc/fem acc pl
ὀψιγενής
late-born
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οψιγενής — ές (Α ὀψιγενής, ές) αυτός που γεννιέται όψιμα, καθυστερημένα νεοελλ. 1. αυτός που γεννήθηκε μετά τον θάνατο τού πατέρα του 2. αυτός που εκδηλώνεται παράκαιρα («οψιγενές ενδιαφέρον») 3. φρ. «οψιγενείς κληρονόμοι» κληρονόμοι που αναγνωρίζονται ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”